- σμιχτός
- η , ό1) смешанный; 2) сросшийся (о бровях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σμιχτός — ή, ό, Ν [σμίγω] 1. ανάμικτος, ανακατεμένος 2. (για τα φρύδια) ενωμένος στο πάνω μέρος τής μύτης («κι οι παντρεμένες ξενυχτάν για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια», Γρυπ.) … Dictionary of Greek
σμιχτοφρύδης — α, ύδικο, Ν αυτός που έχει τα φρύδια ενωμένα στο πάνω μέρος τής μύτης, αυτός που έχει σμιχτά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμιχτός + φρύδι (πρβλ. μαυρο φρύδης)] … Dictionary of Greek
σύσμιχτος — η, ο, Ν [σμιχτός] ο εντελώς αναμεμιγμένος … Dictionary of Greek